- ἀμάχου
- ἄμαχοςwithout battlemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυναικόπαιδα — τα (Μ γυναικόπαιδα) 1. γυναίκες και παιδιά 2. το σύνολο τού άμαχου πληθυσμού … Dictionary of Greek
καταφύγιο — Ονομασία έξι οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 195 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποδοτίας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
Αγριολίδης ή Αγριαλής — (1785 – 1828).Τουρκοκρητικός, φανατικός διώκτης των επαναστατημένων Κρητικών, διαβόητος για τις ωμότητές του. Σκοτώθηκε σε ενέδρα από τους επαναστάτες στις 13 Αυγούστου 1828, στη Μεσαρά. Ο φόνος του εξόργισε τους γενίτσαρους, που άρχισαν αμέσως… … Dictionary of Greek
Δίστομο — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 450 μ., 2.048 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λεβαδείας του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται Ν του όρους Παρνασσού, 26 χλμ. Δ της Λιβαδειάς. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τα γερμανικά στρατεύματα… … Dictionary of Greek
Κέσελρινγκ, Άλμπερτ — (Albert Kesselring, Μάρκστετ, Βαυαρία 1885 – Μπαντ Ναουχάιμ 1960). Γερμανός στρατηγός. Διορίστηκε αρχηγός του γενικού επιτελείου της αεροπορίας το 1938. Αργότερα ανέλαβε την αρχηγία του 2ου αεροπορικού στόλου στις επιχειρήσεις εναντίον της… … Dictionary of Greek
σφαγή — η 1. κόψιμο του λαιμού, σφάξιμο. 2. αιματοχυσία, ομαδικοί φόνοι: Η σφαγή του άμαχου πληθυσμού προκάλεσε την αγανάκτηση όλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωμότητα — η 1. η ιδιότητα του ωμού, η αγριότητα. 2. πράξη σκληρή και απάνθρωπη: Οι Γερμανοί δε δίστασαν να προχωρήσουν σε πολλές ωμότητες κατά του άμαχου πληθυσμού σ όσες χώρες είχαν καταλάβει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)